ΚΟΛΠΙΚΗ ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ και ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Ο καρδιακός παλμός ξεκινά με το σήμα του φλεβόκομβου, πού εντοπίζεται στο δεξιό κόλπο της καρδιάς. Ακολούθως η ηλεκτρική δραστηριότητα μεταδίδεται, μέσω του κολποκοιλιακού κόμβου, κατά μήκος του καρδιακού μυός και προκαλεί τη συστολή του. Υπό φυσιολογικές συνθήκες το σήμα του φλεβόκομβου παράγεται και μεταδίδεται με σταθερή συχνότητα και έτσι επιτυγχάνεται ρυθμική καρδιακή συστολή.
Η κολπική μαρμαρυγή είναι μια από τις συνηθέστερες καρδιακές αρρυθμίες. Οφείλεται στο γεγονός ότι πολλά ερεθίσματα ξεκινούν και εξαπλώνονται κατά μήκος των κόλπων, με αποτέλεσμα ένα αποδιοργανωμένο, ταχύ και χαοτικό ρυθμό που δεν επιτρέπει την κανονική συστολή της καρδιάς. Η συχνότητα των ερεθισμάτων είναι πολύ υψηλή (περίπου 300-400/λεπτό), αλλά τελικά, με τον έλεγχο από τον κολποκοιλιακό κόμβο, προκύπτουν περίπου 70-150 ακανόνιστοι καρδιακοί παλμοί/λεπτό. Η συχνότητα της κολπικής μαρμαρυγής στον γενικό πληθυσμό είναι περίπου 1% και κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται 5 νέες περιπτώσεις κολπικής μαρμαρυγής ανά 10.000 κατοίκους. Ο επιπολασμός της νόσου εξαρτάται άμεσα από την ηλικία, αγγίζοντας το 5% σε ηλικίες άνω των 65 ετών και φτάνει το 10% σε ασθενείς άνω των 80 ετών.
Οι συχνότερες αιτίες εμφάνισης της κολπικής μαρμαρυγής είναι :
- Μεγάλη ηλικία (Ο κίνδυνος αυξάνει με την ηλικία, ειδικά μετά τα 60)
- Αρτηριακή Υπέρταση
- Στεφανιαία νόσος
- Μετά από καρδιοχειρουργική επέμβαση
- Βαλβιδοπάθεια
- Χρόνια νόσος των πνευμόνων
- Καρδιακή ανεπάρκεια
- Πνευμονική εμβολή (θρόμβος αίματος στους πνεύμονες)
- Υπερθυρεοειδισμός
- Περικαρδίτιδα (φλεγμονή του εξωτερικού στρώματος της καρδιάς)
Σε τουλάχιστον 10% των περιπτώσεων, καμία υποκείμενη καρδιοπάθεια δεν ανευρίσκεται. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κολπική μαρμαρυγή μπορεί να οφείλεται σε κατάχρηση καφέ, καπνού ή αλκοόλ, λήψη ορισμένων φαρμάκων, ηλεκτρολυτικές ή μεταβολικές διαταραχές ή σοβαρές λοιμώξεις. Τέλος, μπορεί να μην ανευρεθεί καμία αιτία.
Τα συμπτώματα της κολπικής μαρμαρυγής περιλαμβάνουν :
- Έντονο αίσθημα παλμών
- Έλλειψη ενέργειας ή αίσθημα εύκολης κόπωσης
- Ζάλη ή αίσθημα ελαφριάς κεφαλαλγίας ή επικείμενης λιποθυμίας
- Θωρακική δυσφορία
- Δύσπνοια σε συνήθεις δραστηριότητες ή σε εύκολη εργασία.
Μερικοί ασθενείς έχουν κολπική μαρμαρυγή χωρίς κανένα σύμπτωμα. Η διάγνωση της κολπικής μαρμαρυγής γίνεται είτε με καρδιογράφημα, είτε με την εφαρμογή Holter Ρυθμού 24ώρου, ώστε να αποκαλυφθούν οι ανωμαλίες στον καρδιακό ρυθμό, το είδος τους, η διάρκειά τους και πιθανόν η αιτία τους.
Παλαιότερα η κολπική μαρμαρυγή θεωρούνταν μία αβλαβής διαταραχή, καθώς πολλοί άνθρωποι ζουν για χρόνια χωρίς προβλήματα. Εν τούτοις, σήμερα είναι κοινά αποδεκτό ότι η κολπική μαρμαρυγή σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης θρομβοεμβολικών συμβαμάτων και ειδικά αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Ο κίνδυνος εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή είναι 5-6 φορές μεγαλύτερος από τον κίνδυνο ασθενών αντίστοιχης ηλικίας, που δεν εμφανίζουν αρρυθμία. Αυτό οφείλεται στη γρήγορη και ανώμαλη συστολή της καρδιάς, που εμποδίζει τη φυσιολογική ροή του αίματος και προδιαθέτει στην δημιουργία θρόμβων. Αν οι θρόμβοι αυτοί εξωθηθούν από την καρδιά και φτάσουν στον εγκέφαλο προκαλούν ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Θρόμβοι μπορούν, επίσης, να ταξιδέψουν και σε άλλα μέρη του σώματος (νεφροί, καρδιά, έντερο) προκαλώντας κι εκεί εμβολικά επεισόδια. Επιπρόσθετα, η χρονία κολπική μαρμαρυγή μπορεί να μειώσει την αντλητική ικανότητα της καρδιάς και μακροπρόθεσμα να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια.
Ο σκοπός της θεραπείας της κολπικής μαρμαρυγής είναι :
- να επανέλθει ο φυσιολογικός καρδιακός ρυθμός (αν αυτό είναι εφικτό)
- να ελεγχθεί η καρδιακή συχνότητα
- να προληφθεί η δημιουργία θρόμβων
Πολλές επιλογές είναι διαθέσιμες. Αυτές περιλαμβάνουν μεταβολές του τρόπου ζωής (απώλεια βάρους, αποφυγή συγκεκριμένων τροφών, ροφημάτων, καπνίσματος κ.ά.), φαρμακευτική αγωγή και πολλές ειδικές παρεμβάσεις όπως η καρδιομετατροπή, η θεραπεία με κατάλυση και η εγχείρηση. Η θεραπευτική επιλογή εξαρτάται από το μέγεθος και την εξέλιξη της αρρυθμίας και τα συμπτώματα.
Πολλά φάρμακα (αντιαρρυθμικά) είναι διαθέσιμα για την ανάκτηση και διατήρηση ενός φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού και του ελέγχου του. Πιθανώς να χρειαστεί εισαγωγή στο νοσοκομείο όταν πρωτοχρησιμοποιηθούν, έτσι ώστε να ελέγχεται προσεκτικά ο καρδιακός ρυθμός. Αυτά τα φάρμακα είναι αποτελεσματικά στο 30-60% των περιπτώσεων, αλλά μπορεί να χάσουν την αποτελεσματικότητά τους με την πάροδο του χρόνου. Πολλά έχουν δυνητικά σοβαρές παρενέργειες και επειδή ο κάθε ασθενής αντιδρά διαφορετικά στην κάθε αγωγή, μπορεί να χρειασθεί η δοκιμή διαφόρων κατηγοριών φαρμάκων για να βρεθεί το αποτελεσματικότερο.
Η πρόληψη θρομβοεμβολικού επεισοδίου γίνεται με τη χορήγηση της κατάλληλης αντιπηκτικής αγωγής. Το είδος της αγωγής εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως είναι η ηλικία, το ιστορικό προηγηθέντος επεισοδίου θρόμβωσης, η συνύπαρξη άλλων παραγόντων κινδύνου κ.ά. Κατευθυντήριες οδηγίες για την χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής έχουν εκδώσει πολλές ιατρικές εταιρίες. Παρά το γεγονός πως είναι ιδιαίτερα σαφείς, συχνότατα παρατηρούνται λάθη στην επιλογή του σωστού αντιπηκτικού.
- Το συχνότερα χορηγούμενο αντιπηκτικό φάρμακο είναι η ασενοκουμαρόλη (εμπορική ονομασία Sintrom), ανταγωνιστής της βιταμίνης Κ. Μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου κατά 60-80% σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή. Για την παρακολούθηση της δραστικότητάς του χρειάζονται αιματολογικές εξετάσεις, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η πηκτικότητα του αίματος είναι σε ασφαλές και αποτελεσματικό επίπεδο.
- Μερικοί ασθενείς μικρότερου κινδύνου και ηλικίας θεωρούνται καλυμμένοι αν λαμβάνουν μόνο ασπιρίνη.
- Πρόσφατα κυκλοφόρησε και ένα νεότερο αντιπηκτικό φάρμακο για τους ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή, η νταμπιγκατράνη (εμπορική ονομασία Pradaxa). Από τις μελέτες, που το συνοδεύουν, φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην πρόληψη θρομβοεμβολικών συμβαμάτων και ιδιαίτερα ασφαλές (ίσως και περισσότερο από το Sintrom). Κυκλοφορεί σε δύο δοσολογικά σχήματα και λαμβάνεται δις/ημέρα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η αντιπηκτική αγωγή κάθε είδους αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας και θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή και υπό περιορισμούς στους ασθενείς με αιμορραγική προδιάθεση ή με ιστορικό αιμορραγίας.